χαμηλούτσικος

χαμηλούτσικος
-η, -ο
ο κάπως χαμηλός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμηλούτσικος — η, ο, Ν ο κάπως χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. κοντ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”